ανακολυμβώ

ανακολυμβώ
ἀνακολυμβῶ (-άω) (Α)
1. κολυμπώ και βγαίνω στην επιφάνεια
2. ανασύρω κάτι από τον πυθμένα στην επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κολυμβῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”